- οπλιτοδρομία
- ὁπλιτοδρομία, ἡ (Α) [οπλιτοδρόμος]αγώνας δρόμου οπλισμένων ανδρών, τον οποίο περιέλαβαν στα Ολύμπια το 520 περίπου π.Χ., αλλ. οπλίτης δρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
οπλιτοδρομώ — ὁπλιτοδρομῶ, έω (Α) [οπλιτοδρόμος] μετέχω σε αγώνα δρόμου φορώντας την πανοπλία μου, εκτελώ οπλίτοδρομία … Dictionary of Greek
οπλιτοδρόμος — ὁπλιτοδρόμος, ον (Α) αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο δρόμος] … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek